διάζωσμα
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ατος, τό, A = διάζωμα 1, Hp.Haem.2, Plu.2.132a. II = διάζωμα 3, Callix.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 banda, cinturón utilizado en cirug., Hp.Haem.2 (cód., cf. διάζωμα), cf. Gal.3.671, sobre la túnica, Aq.Ex.28.27
•faldellín I.BI 5.231
•taparrabos usado por los atletas, Clem.Al.Paed.3.5.33
•cinturón, ceñidor δύναμις ... ἐστι καθαρτικὴ τῶν ἁμαρτιῶν τὸ τοῦ κυρίου δ. de Cristo, Gr.Nyss.Hom.in Cant.330.21.
2 arq. friso δ. ... περιφανῆ ζῴδια ἔχον Callix.1 (p.164.8), cf. Plu.Per.13.
3 arq. pasillo ancho que dividía las gradas del teatro e iba concéntrico con ellas τὸ δ. τοῦ θεάτρου SEG 41.912.12 (Afrodisias I d.C.), cf. ISmyrna 717.4 (imper.); cf. διάζωμα.
Greek (Liddell-Scott)
διάζωσμα: τό, = διάζωμα Ι. 1, Πλούτ. 2. 132Α.
Greek Monolingual
διάζωσμα, το (Α) διαζωννύω
1. η ζώνη
2. το διάζωμα
3. η ζωφόρος ή το γείσο.
Russian (Dvoretsky)
διάζωσμα: ατος τό окаймление, обрамление: δ. τῆς τροφῆς Plut. вкусовая приправа к пище.