διάγλυπτος

From LSJ
Revision as of 16:10, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγλυπτος Medium diacritics: διάγλυπτος Low diacritics: διάγλυπτος Capitals: ΔΙΑΓΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: diáglyptos Transliteration B: diaglyptos Transliteration C: diaglyptos Beta Code: dia/gluptos

English (LSJ)

ον, A divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.

Spanish (DGE)

-ον tallado de una pluma AP 6.227 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.

Greek Monotonic

διάγλυπτος: -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διάγλυπτος: украшенный резьбой, резной (κάλαμος Anth.).

Middle Liddell

carved in intaglio, engraved, Anth.