διέρεισμα
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ατος, τό, supporting beam, IG2.1054.68, 11(2).287 A 84 (Delos, iii B. C.); also δ. χαλκᾶ ib.2.652A25.
German (Pape)
[Seite 620] τό, Stütze, Phot. lex. v. κνημία.
Greek (Liddell-Scott)
διέρεισμα: τό, ὑποστήριγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. § 6, σ. 235.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 soporte θυμιατήριον ... χαλκᾶ διερείσματα ἔχον IG 13.342.6 (V a.C.), cf. 22.1384.4 (V/IV a.C.), 1436.44 (IV a.C.), κανōν ... χαλκᾶ διερείσματ' ἔχον IG 22.1425.83, 1421.39 (ambas IV a.C.), διερε<ί>σματα τῶν Νικῶν IG 22.1425.382 (IV a.C.).
2 arq. prob. vigueta que va de pared a pared para sostener una plancha, el techo o un andamiaje διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆρας IG 22.1668.80, cf. 68, 70 (IV a.C.), ξύλον εἰς τὸ πρόδομον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος δ. IG 11(2).287A.84 (Delos III a.C.).
Greek Monolingual
το (Α διέρεισμα) διερείδω
υποστήριγμα.