διαμορφωτικός
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ή, όν, formative, φύσις Ptol.Tetr.142.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.