διεκλάμπω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
shine out through, Hld.2.31.
German (Pape)
[Seite 618] durch etwas hervorleuchten, Heliod. 2, 31, von der Schönheit.
Greek (Liddell-Scott)
διεκλάμπω: ἐκλάμπω, ἀναλάμπω διὰ μέσου τινός, Ἡλιόδ. 2. 31.
Spanish (DGE)
brillar atravesando la tierra κἂν ἐκεῖθεν διεκλάμψαι de la belleza de una mujer, Hld.2.31.3, cf. 5.8.5.