δοχεῖον

From LSJ
Revision as of 09:59, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχεῖον Medium diacritics: δοχεῖον Low diacritics: δοχείον Capitals: ΔΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: docheîon Transliteration B: docheion Transliteration C: docheion Beta Code: doxei=on

English (LSJ)

Ion. δοχ-ήϊον, τό, A holder, μέλανος δ. ink-horn, AP6.66 (Paul. Sil.), cf. 63 (Damoch.), Gal.14.719; τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. Luc.Am.19.

German (Pape)

[Seite 663] τό, Gefäß zum Aufnehmen, Behälter, Sp.; γραφικοῖο ῥέεθρον, Tintenfaß, Damochar. 2 (VI, 63).

Greek (Liddell-Scott)

δοχεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, τὸ περιέχον, ἀγγεῖον περιλαμβάνον τι, μέλανος δ., ἀγγεῖον φέρον μελάνην, μελανοδοχεῖον, Ἀνθ. Π. 6. 66, πρβλ. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
récipient, réceptacle, vase pour recevoir ou contenir.
Étymologie: δοχεύς.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -ήϊον AP 6.66 (Paul.Sil.)
• Grafía: graf. δωχεῖον Hsch.
1 recipiente para líquidos, depósito de agua, cisterna ὑδάτων δοχεῖα Democr.B 135, cf. Lindos 289, 290 (ambas I a.C.), SEG 37.282 (Argos II d.C.), μίγνυται ... τὸ ὕδωρ ποτηρίῳ ἢ ἄλλῳ δοχείῳ Hero Def.8, μύρον δ. σαπρὸν οὐ πιστεύεται un ungüento no se confía a un recipiente podrido Gr.Naz.M.37.928A, μέλανος ... δ. tintero, AP l.c., cf. 6.63 (Damoch.)
anat., ref. órganos receptáculo δοχεῖα ... τοῦ γόνου los testículos, Gal.14.719, οἱ μὲν δύο χυμοὶ ἔχουσι δοχεῖα del bazo y vesícula, Steph.in Hp.Progn.186.10.
2 sent. abstr. y usos fig. receptáculo τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. la mujer como receptáculo del semen Luc.Am.19, ἐν τῷ τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων δοχείῳ en el receptáculo del saber que es el alma Clem.Al.Strom.7.18.109, θάλασσα ... ποταμῶν οὖσα δ. Basil.Hex.4.7, del demonio δ. ... πάσης κακίας Basil.M.31.348A, de la Iglesia τῆς μακαρίας ζωῆς δ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.68.7, cf. Gr.Naz.M.36.188A, de Cristo τὸ δ. ... τῆς σοφίας καὶ τῆς θεότητος Epiph.Const.Anc.66.1.
3 dud. urna funeraria SEG 26.1414 (Licia II/III d.C.), pero cf. εἰσδοχεῖον.

Russian (Dvoretsky)

δοχεῖον: ион. δοχήϊον τό вместилище: γραφικοῖο ῥεέθρου или μέλανος σταθεροῖο δ. Anth. чернильница.