δυσαπαλλακτία

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπαλλακτία Medium diacritics: δυσαπαλλακτία Low diacritics: δυσαπαλλακτία Capitals: ΔΥΣΑΠΑΛΛΑΚΤΙΑ
Transliteration A: dysapallaktía Transliteration B: dysapallaktia Transliteration C: dysapallaktia Beta Code: dusapallakti/a

English (LSJ)

ἡ, A the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.

Greek Monolingual

και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλακτία: v.l. δυσαπαλλαξία ἡ трудность освободиться, невозможность отделиться Plat.