δυσσύμβατος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ον, A ill-agreeing, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
German (Pape)
[Seite 688] schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend, Plut. Symp. 4, 1, 2, πρός τι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύμβᾰτος: -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, πρός τι Πλούτ. 2. 661C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’associe difficilement à, qui répugne à, πρός et l’acc..
Étymologie: δυσ-, συμβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
que se aviene mal, que se asocia difícilmente (πόλις) ... πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
Greek Monolingual
δυσσύμβατος, -ον (Α)
αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.
Russian (Dvoretsky)
δυσσύμβᾰτος: трудно сочетающийся, несоединимый (πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plut. - v.l. δυσέμβατος).