εὐθυρρημοσύνη
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, A plainness of speech, Phld.Rh.2.281 S., M.Ant.11.6, S.E.M.2.22.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυρρημοσύνη: ἡ, παρρησία λόγου, τὸ λαλεῖν ἄνευ ὑπεκφυγῶν ἢ συστολῆς, εὐθυέπεια, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 72.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
franchise.
Étymologie: εὐθυρρήμων.
Greek Monolingual
εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) ευθυρρήμων
η ευθύτητα του λόγου, η παρρησία.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυρρημοσύνη: ἡ прямота, откровенность Sext.