εὐπερίληπτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίληπτος Medium diacritics: εὐπερίληπτος Low diacritics: ευπερίληπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: euperílēptos Transliteration B: euperilēptos Transliteration C: efperiliptos Beta Code: eu)peri/lhptos

English (LSJ)

ον, A easily embraced, Hippiatr.14. 2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6. II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.

German (Pape)

[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].