εὐτρεπισμός
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
ὁ, preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.