θάμβησις
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
εως, ἡ,= θάμβημα (alarm, terror), Aq.Ps.30(31).23, Man.4.365. II haste, Aq.De.16.3, Is.52.12.
German (Pape)
[Seite 1185] ἡ, das Staunen, Erschrecken, Maneth. 4, 365.
Greek (Liddell-Scott)
θάμβησις: -εως, ἡ, ἔκπληξις, Μανέθων 4. 365.
Greek Monolingual
θάμβησις, ή (Α) θαμβώ·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη
2. έκπληξη
3. φόβος.