θάμβησις
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
-εως, ἡ, = θάμβημα (amazement, astonishment, consternation, stupefaction, alarm, terror), Aq.Ps.30(31).23, Man.4.365.
II haste, Aq.De.16.3, Is.52.12.
German (Pape)
[Seite 1185] ἡ, das Staunen, Erschrecken, Maneth. 4, 365.
Greek (Liddell-Scott)
θάμβησις: -εως, ἡ, ἔκπληξις, Μανέθων 4. 365.
Greek Monolingual
θάμβησις, ή (Α) θαμβώ·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη
2. έκπληξη
3. φόβος.