ζῳοπλάστης

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοπλάστης Medium diacritics: ζῳοπλάστης Low diacritics: ζωοπλάστης Capitals: ΖΩΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: zōioplástēs Transliteration B: zōoplastēs Transliteration C: zooplastis Beta Code: zw|opla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A the Creator, ib.184. II a moulder of creatures, sculptor, etc., Id.2.211.

German (Pape)

[Seite 1144] ὁ, Thierbildner, -schöpfer, Philo.

Greek Monolingual

ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.