θεατρόμορφος

From LSJ
Revision as of 09:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτρόμορφος Medium diacritics: θεατρόμορφος Low diacritics: θεατρόμορφος Capitals: ΘΕΑΤΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theatrómorphos Transliteration B: theatromorphos Transliteration C: theatromorfos Beta Code: qeatro/morfos

English (LSJ)

ον,= θεατροειδής, A theatre-shaped, Lyc.600.

German (Pape)

[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.

Greek Monolingual

θεατρόμορφος, -ον (Α)
θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].