θεϊκός
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
ή, όν, late form for θεῖος (A), θρησκεία Cat.Cod.Astr.1.116; σοφία MAMA1.228 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 1191] göttlich, Sp., wie Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
θεϊκός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ θεῖος, Κλήμ. Ἀλ. 116, Συλλ. Ἐπιγρ. 8714. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θεϊκός, -ή, -όν) θεός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή προέρχεται από τον θεό, θείος («θεϊκή οργή»)
νεοελλ.
θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίρετος.
επίρρ...
θεϊκώς και -ά (Α θεϊκῶς)
με θεϊκό τρόπο, υπέροχα, θεσπέσια
νεοελλ.
(ειδ. για τρόπο διανομής) άνισα, ανώμαλα.