θηλοειδής

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλοειδής Medium diacritics: θηλοειδής Low diacritics: θηλοειδής Capitals: ΘΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thēloeidḗs Transliteration B: thēloeidēs Transliteration C: thiloeidis Beta Code: qhloeidh/s

English (LSJ)

ές, A nipple-shaped, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, zitzenförmig, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

θηλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα θηλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ές (Α θηλοειδής, -ές)
ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + -ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].