θρύϊνος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (θρύον) rushy, Anon. ap. Suid., dub. in PFlor. 383.28 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1220] von Binsen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θρύϊνος: -η, -ον, (θρύον) ἐκ βούρλου, Δίων Κ. Ἐκλογ. Βατ. 563, Σουΐδ.
Spanish
Greek Monolingual
θρύϊνος, -υΐνη, -ον (Μ) θρύον
αυτός που έχει κατασκευαστεί από βούρλο.