θυμιατός

From LSJ
Revision as of 19:59, 21 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμιᾱτός Medium diacritics: θυμιατός Low diacritics: θυμιατός Capitals: ΘΥΜΙΑΤΟΣ
Transliteration A: thymiatós Transliteration B: thymiatos Transliteration C: thymiatos Beta Code: qumiato/s

English (LSJ)

Ion. θυμιητός, ή, όν, A to be burnt as incense, Hp.Mul.2.114; πᾶν τὸ θ. Thphr.Od.12; capable of giving off fumes, Arist.Mete.387b7: pl., θυμιητά,= θυμιάματα, Aret.SD2.11.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμιᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς θυμίαμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θυμιατός, -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και θυμιητός, -ή, -όν) θυμιώ
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός
το λιβανιστήρι
μσν.
θύμιασμα, δηλ. το μέρος της εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάψει ως θυμίαμα
2. ο ικανός και κατάλληλος να βγάζει καπνό
3. στον πληθ. τὰ θυμιητά
τα θυμιάματα.

Russian (Dvoretsky)

θῡμιᾱτός: способный куриться, применимый для курений, курительный: ὕδωρ οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется.