θρηνολάλος

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνολάλος Medium diacritics: θρηνολάλος Low diacritics: θρηνολάλος Capitals: ΘΡΗΝΟΛΑΛΟΣ
Transliteration A: thrēnolálos Transliteration B: thrēnolalos Transliteration C: thrinolalos Beta Code: qrhnola/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A uttering laments, Σειρῆνες IG12(8).445.5 (Thasos).

Greek Monolingual

θρηνολάλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυ-λάλος, χρησμο-λάλος.