κακοτροπεύομαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτροπεύομαι Medium diacritics: κακοτροπεύομαι Low diacritics: κακοτροπεύομαι Capitals: ΚΑΚΟΤΡΟΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kakotropeúomai Transliteration B: kakotropeuomai Transliteration C: kakotropeyomai Beta Code: kakotropeu/omai

English (LSJ)

A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.

German (Pape)

[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.

Greek Monolingual

κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).