καλόφιλος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ον, gloss on εὔξεινος, Sch.Opp.H.1.627.
German (Pape)
[Seite 1314] Erkl. von εὔξεινος, Schol. Opp. H. 1, 627.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόφῐλος: -ον, = εὔφιλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 627, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Εὔξεινος (πόντος).