κατάρριζος

From LSJ
Revision as of 00:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρριζος Medium diacritics: κατάρριζος Low diacritics: κατάρριζος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: katárrizos Transliteration B: katarrizos Transliteration C: katarrizos Beta Code: kata/rrizos

English (LSJ)

ον, having roots below, Thphr.HP1.6.8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρριζος: -ον, πλήρης ῥιζῶν, καλῶς ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.
επίρρ...
κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)
νεοελλ.
1. από τη ρίζα, σύρριζα
2. στη ρίζα του βουνού, στη βάση
μσν.
δίπλα στη ρίζα.