καταπρανής
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ές, Att. for καταπρηνής, πρόσχωσις J.AJ4.8.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1372] ές, = καταπρηνής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καταπρηνής, Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
καταπρανής, -ές (Α)
μτγν. αττ. τ. του καταπρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρανής «στραμμένος προς τα κάτω»].