καταψυκτικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψυκτικός Medium diacritics: καταψυκτικός Low diacritics: καταψυκτικός Capitals: ΚΑΤΑΨΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapsyktikós Transliteration B: katapsyktikos Transliteration C: katapsyktikos Beta Code: katayuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A cooling, Arist.Resp.479a31.

Greek (Liddell-Scott)

καταψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, νεότης ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) καταψύχω
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.

Russian (Dvoretsky)

καταψυκτικός: охлаждающий, освежающий Arst.