κρημνώρεια

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώρεια Medium diacritics: κρημνώρεια Low diacritics: κρημνώρεια Capitals: ΚΡΗΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: krēmnṓreia Transliteration B: krēmnōreia Transliteration C: krimnoreia Beta Code: krhmnw/reia

English (LSJ)

ἡ, A steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.

Greek Monolingual

η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ-ώρεια)].