κυμάς
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
άδος, ἡ, (κύω) A pregnant woman, in pl., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1530] άδος, ἡ, schwanger, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμάς: -άδος, ἡ, (κύω) ἔγκυος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυμάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + κατάλ. -μάς (πρβλ. ορυγ-μάς)].