κυβιστής

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβιστής Medium diacritics: κυβιστής Low diacritics: κυβιστής Capitals: ΚΥΒΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kybistḗs Transliteration B: kybistēs Transliteration C: kyvistis Beta Code: kubisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = Κυβιστητής (tumbler), dub. in M.Bulard La relig. domestique dans la colonie ital. de Délos 482 (vase).

Greek Monolingual

κυβιστής, ὁ (AM)
μσν.
πιθ. κυβευτής
αρχ.
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς].