κυρτοειδής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
κυρτοειδές, Astrol., of signs under which
A hunchbacks are born, Thrasyll. in Cat.Cod.Astr.8(3).100, Vett. Val.11.13.
2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4.
3 Glossaria on κυφός, EM545.35.
German (Pape)
[Seite 1538] ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35.
Greek Monolingual
κυρτοειδής, -ές (Α)
1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες
2. (για τη σελήνη) κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + -ειδής].