κυκλοπόρος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ον, moving in a circle, βία Heraclit.All.12.
Greek Monolingual
κυκλοπόρος, -ον (Α)
αυτός που κινείται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο-πόρος, οδοι-πόρος)].