ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: κῠνόμορφος | Medium diacritics: κυνόμορφος | Low diacritics: κυνόμορφος | Capitals: ΚΥΝΟΜΟΡΦΟΣ |
Transliteration A: kynómorphos | Transliteration B: kynomorphos | Transliteration C: kynomorfos | Beta Code: kuno/morfos |
ὁ, = κρόκος, Ps.-Dsc.1.26.
κῠνόμορφος: -ον, παρὰ Διοσκ. 1. 25, ὡς συνών. τοῦ κρόκος.
κυνόμορφος, ὁ (Α)
το φυτό κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορφος (< μορφή)].