κωμογραμματεύς

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμογραμμᾰτεύς Medium diacritics: κωμογραμματεύς Low diacritics: κωμογραμματεύς Capitals: ΚΩΜΟΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Transliteration A: kōmogrammateús Transliteration B: kōmogrammateus Transliteration C: komogrammateys Beta Code: kwmogrammateu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A administrative official in Ptolemaic Egypt, clerk of a κώμη, PPetr.3p.224 (iii B.C.), PTeb.19.9 (ii B.C.), OGI665.31 (Egypt, i A.D.), J.AJ16.7.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1544] ὁ, Dorfschreiber, Schreiber eines Stadtviertels, Ios., Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κωμογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31.

Greek Monolingual

κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος του κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο-γραμματεύς, τοπο-γραμματεύς)].