λαμόπτης
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ὁ ἐπὶ τηλίας, Hsch. (Prob. = A blear-eyed, cf. λήμη: perhaps λ.· ὀπτιλίας; cf. ὀπτιλίασις.)
Greek (Liddell-Scott)
λαμόπτης: -ου, ὁ, (λήμη), ἔχων λήμην, «τσιμπλιάρης», «λαμόπτης· ὁ ἐπιτηλείας» Ἡσύχ., ἀλλὰ νῦν διωρθώθη: «ὁ ἐπὶ τηλίας».