λατρευτός

From LSJ
Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατρευτός Medium diacritics: λατρευτός Low diacritics: λατρευτός Capitals: ΛΑΤΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: latreutós Transliteration B: latreutos Transliteration C: latreftos Beta Code: latreuto/s

English (LSJ)

ή, όν, = λατρευτικός (servile), ἔργον LXX Ex. 12.16.

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτός: -ή, -όν, δουλικός, ἔργον Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) λατρεύω
1. αυτός που τον αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)
2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾱν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)
λατρευτικά.