λιθοειδής

From LSJ
Revision as of 13:12, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοειδής Medium diacritics: λιθοειδής Low diacritics: λιθοειδής Capitals: ΛΙΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lithoeidḗs Transliteration B: lithoeidēs Transliteration C: lithoeidis Beta Code: liqoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.

German (Pape)

[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοειδής: подобный камню (περίβολος Plat.).