λιθάργυρος

From LSJ
Revision as of 13:16, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθάργυρος Medium diacritics: λιθάργυρος Low diacritics: λιθάργυρος Capitals: ΛΙΘΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: lithárgyros Transliteration B: lithargyros Transliteration C: lithargyros Beta Code: liqa/rguros

English (LSJ)

ἡ, litharge, lead monoxide, Nic. Al. 594, Gal. 13.397, al. ; sts. called λ. ἀργυρῖτις, to dist. it from λ. χρυσῖτις (flake litharge), Dsc. 5.87. as Adj., = λιθαργύρινος (of λιθάργυρος, like λιθάργυρος), Achae. 19.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, eigtl. Steinsilber, Glätte, Silber- u. Bleiglätte, die beim Schmelzen des Silbers u. s. w. entsteht, spuma argenti; Nic. Al. 607; Diosc.; bei Hippocr. auch ἀργυρίου ἄνθος genannt. Auch ein Metall, aus dem weiße, dem Zinn ähnliche Gefäße gemacht wurden, wahrscheinlich eine Mischung von Blei u. Silber, stannum, Diosc. – Auch adj., ὄλπη, = λιθαργύρινος, Achaeus bei Ath. X, 451 e.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθάργῠρος: ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ ὑαλώδης μόλυβδος ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. 607· ἐνίοτε καλεῖται λ. ἀργυρῖτις, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὀξειδίου τοῦ καλουμένου λ. χρυσῖτις, ἐν ᾧ ὑπῆρχε καὶ μῖγμα χρυσοῦ, Διοσκ. 5. 102. ΙΙ. = λιθαργύρινος, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451C.

Greek Monolingual

ο (AM λιθάργυρος, ή, Μ και λιθάργυρος, ὁ)
μια από τις δύο μορφές του ορυκτού οξειδίου του δισθενούς μολύβδου
αρχ.
ως επίθ. λιθαργύρινος.