λιπόπνοος
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ον, contr. λῐπό-πνους, ουν, A breathless, dead, AP12.132 (Mel.), APl.4.110.5 (Id.), 133.5 (Philostr.). II without wind, deadly still, Ἅιδης Orph.H.18.9.
German (Pape)
[Seite 52] den der Athem verlassen hat, athemlos, ohnmächtig oder todt, Antip. Sid. 43 (Plan. 133), u. öfter in der Anth. Auch vom Hades, Orph. H. 17, 9.
Russian (Dvoretsky)
λῐπόπνοος: стяж. λιπόπνους 2 бездыханный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, νεκρός, Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, ἔνθα λείπει πᾶσα πνοή, ἔνθα ἐπικρατεῖ νεκρικὴ ἡσυχία, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9.
Greek Monotonic
λῐπόπνοος: -ον, συνηρ. λιπόπνους, -ουν (πνοή)· εγκαταλελειμμένος από πνοή, αυτός που δεν έχει πνοή, άπνους, νεκρός, σε Ανθ.