λουτήριον
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184, A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366. II a kind of cup, Epig.6.
Greek (Liddell-Scott)
λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.
Greek Monolingual
λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.
Russian (Dvoretsky)
λουτήριον: τό ванна, водоем для купания Aesch.