λουτήριον

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτήριον Medium diacritics: λουτήριον Low diacritics: λουτήριον Capitals: ΛΟΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: loutḗrion Transliteration B: loutērion Transliteration C: loutirion Beta Code: louth/rion

English (LSJ)

τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184,
A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366.
II a kind of cup, Epig.6.

German (Pape)

τό, dim. zu λουτήρ, Aesch. frg. 321; eine Art Becher, Epigen. bei Ath. XI.486c.

Russian (Dvoretsky)

λουτήριον: τό ванна, водоем для купания Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.

Greek Monolingual

λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.