μίμαυλος

From LSJ
Revision as of 03:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμαυλος Medium diacritics: μίμαυλος Low diacritics: μίμαυλος Capitals: ΜΙΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mímaulos Transliteration B: mimaulos Transliteration C: mimavlos Beta Code: mi/maulos

English (LSJ)

ὁ, mimic actor, accompanied on the flute, Ath.10.452f.

German (Pape)

[Seite 186] ὁ, eine Art Mimenspieler, vielleicht den Flötenton nachahmend, oder mit der Flöte begleitet, Ath. X, 452 e.

Greek (Liddell-Scott)

μίμαυλος: [ῑ], ὁ, παντόμιμος συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι μίμαυλος, «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίμαυλος, ὁ (Α)
ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός.