μολυβδοκόπος
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ὁ, ἡ, one who inscribes curses on leaden plates, Tab.Defix.100A13.
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοκόπος: ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ.
Greek Monolingual
μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -κόπος].