μηλέα
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ἡ, (μῆλον B) A apple-tree, Pyrus malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Od.7.115, cf. Thphr.HP3.3.1, CP2.11.6, Androt. ap. Ath.3.82c, etc.; μ. ἐαρινή is a variety, Thphr.HP2.1.3, PCair.Zen.486.2 (iii B. C.); μ. Ἀρμενική apricot, Prunus Armeniaca, Gal.6.76; μ. γλυκεῖα jenneting, Pyrus praecox, Thphr.HP4.13.2; μηλείη in Nic.Al.230, Nonn.D.12.275; ἡ Περσικὴ μ. citron, Citrus Medica, Thphr.HP1.11.4, CP1.11.1 (but, peach, Prunus persica in Gal.12.76); also called ἡ Μηδικὴ μ. Thphr.CP1.18.5, cf. HP1.13.4; μ. Κυδωνία quince, malus Punica, Dsc.1.115. [Disyll. in Od.24.340.]
German (Pape)
[Seite 172] ἡ, zsgzgn μηλῆ, der Apfelbaum; μηλέαι ἀγλαόκαρποι, Od. 7, 115. 24, 340, wo es zweisylbig zu lesen ist; Sp., wie Theophr., Paus.; Κυδωνία, der Quittenbaum; Περσική, der Pfirsichbaum.
Greek (Liddell-Scott)
μηλέα: ἡ, (μῆλον) τὸ δένδρον τὸ φέρον μῆλα, «μηλειά», Λατ. malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Ὀδ. Ζ. 115., Λ. 589· μηλείη ἐν Νικ. Ἀλ. 230· - ἡ Περσικὴ μ., malus Persica, ἡ ῥοδακινέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 11, 5· ἢ ἡ Μηδικὴ μ., 1. 18, 5, πρβλ. ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 4., 4. 2· - μ. Κυδωνία, m. Punica, ἡ κυδωνέα, Διοσκ. [Δισύλλ. ἐν Ὀδ. Ω. 340.] - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μηλέα: ἡ (μῆλον), μηλιά, Λατ. malus, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μηλέα: ἡ яблоня Hom., Arst., Plut.