μαρούλιον
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
τό, = θριδακίνη, lettuce, Gp.12.1.2, Alex.Trall.2, Verm. p.593 P.; cf. μαιούλιον.
Greek (Liddell-Scott)
μαρούλιον: τό, μεταγενεστέρα λέξις ἀντὶ τοῦ θριδακίνη, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 156.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grec tardif;
laitue, plante.
Étymologie: DELG pê emprunté au lat. amarulla = lactuca.