μαρμαρογλύπτης
From LSJ
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
ου, ὁ, = A marble sculptor, marbler, marmorum sculptor, Gloss.
Greek Monolingual
ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.