μετεμβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:33, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεμβαίνω Medium diacritics: μετεμβαίνω Low diacritics: μετεμβαίνω Capitals: ΜΕΤΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: metembaínō Transliteration B: metembainō Transliteration C: metemvaino Beta Code: metembai/nw

English (LSJ)

A go on board another ship, Plu.Ant.66; εἰς λῃστρικόν Id.Luc.13.

German (Pape)

[Seite 158] (s. βαίνω), anderswo hineinsteigen; in ein Schiff, Plut. Luc. 13; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

μετεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς ἕτερον πλοῖον, Πλουτ. Ἀντών. 67· εἰς λῃστρικὸν ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 13.

French (Bailly abrégé)

passer d’un vaisseau dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐμβαίνω.

Greek Monolingual

μετεμβαίνω (Α)
μπαίνω σε άλλο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-βαίνω «μπαίνω»].

Greek Monotonic

μετεμβαίνω: επιβιβάζομαι σε άλλο πλοίο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεμβαίνω: переходить, пересаживаться (εἰς λῃστρικόν, εἰς πεντήρη Plut.).

Middle Liddell


to go on board another ship, Plut.