μείωσις
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
εως, ἡ, (μειόω) diminution, opp. αὔξησις, αἱ τῶν ὀστέων μ. Hp.Mochl.24, cf. Arist.Cat.15a14, GC 320b31, Thphr.CP4.4.11, Phld.Oec.p.68 J.(pl.), Alex.Aphr.in Top. 111.4: voc. μείωσι Orph.H.13.7; of the moon, waning, Cleom.2.5, Placit.3.17.3, Arr.Epict.1.14.4, Gal.9.905; loss of property, etc., Vett. Val.44.14 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, das Verringern, Verkleinern, Pol. 9, 43, 5; S. Emp. adv. math. 9, 400.
Greek (Liddell-Scott)
μείωσις: ἡ, (μειόω) ἐλάττωσις, ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ αὔξησις, Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
amoindrissement, diminution.
Étymologie: μειόω.
Russian (Dvoretsky)
μείωσις: εως ἡ уменьшение, убыль (κινήσεως Arst.; τῶν ποταμῶν Polyb.).