μεταρρύθμισις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
εως, ἡ, alteration, prob. in Tz. ad Hes.Op. 42.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρύθμῐσις: ἡ, μεταβολή, ἀλλοίωσις, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32.