μυξοποιός
From LSJ
English (LSJ)
όν, producing mucus, Hp.Art.40, Aret. SD2.4.
German (Pape)
[Seite 218] Rotz, Schleim verursachend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μυξοποιός: -όν, ὁ παράγων μύξαν, βλένναν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806.
Full diacritics: μυξοποιός | Medium diacritics: μυξοποιός | Low diacritics: μυξοποιός | Capitals: ΜΥΞΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: myxopoiós | Transliteration B: myxopoios | Transliteration C: myksopoios | Beta Code: mucopoio/s |
όν, producing mucus, Hp.Art.40, Aret. SD2.4.
[Seite 218] Rotz, Schleim verursachend, Hippocr.
μυξοποιός: -όν, ὁ παράγων μύξαν, βλένναν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806.
μυξοποιός, -ον (Α)
αυτός που παράγει μύξα.