μυξοποιός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
μυξοποιόν, producing mucus, Hp.Art.40, Aret. SD2.4.
German (Pape)
[Seite 218] Rotz, Schleim verursachend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μυξοποιός: -όν, ὁ παράγων μύξαν, βλένναν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806.