νεκροκομίζω
From LSJ
English (LSJ)
take care of the dead, Eust.1080.51.
Greek Monolingual
νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.
Full diacritics: νεκροκομίζω | Medium diacritics: νεκροκομίζω | Low diacritics: νεκροκομίζω | Capitals: ΝΕΚΡΟΚΟΜΙΖΩ |
Transliteration A: nekrokomízō | Transliteration B: nekrokomizō | Transliteration C: nekrokomizo | Beta Code: nekrokomi/zw |
take care of the dead, Eust.1080.51.
νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.